φυτολογία

φυτολογία
Bλ. λ. βοτανική.
* * *
η, Ν
(παλ. όρος) η βοτανική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytology < φυτόν + -λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον 'Ανθ. Γαζή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φυτολογία — η κλάδος των φυσικών επιστημών που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, η βοτανική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυτολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytologic < phytology (βλ. λ. φυτολογία). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1881 στον Θεόδ. Χέλδραϊχ] …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • αναστόμωση — Στην ιατρική, α. ονομάζεται η συνένωση δύο αγγείων τα οποία αποτελούν με τον τρόπο αυτό ένα ενιαίο (τοξοειδήςα.) ή η συνένωση δύο παράλληλων αγγείων με ένα μικρότερο (εγκάρσια α.). Οι α., που είναι απαραίτητες για τις απολινώσεις, αφορούν συνήθως …   Dictionary of Greek

  • παλαιοφυτολογία — η βοτ. η παλαιοβοτανική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. paleophytologie (< παλαιο * + φυτολογία)] …   Dictionary of Greek

  • σπηλαιοφυτολογία — η, Ν κλάδος τής σπηλαιολογίας που μελετά τα φυτά τα οποία ζουν μέσα στα σπήλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλαιο + φυτολογία] …   Dictionary of Greek

  • στέλεχος — Στη φυτολογία σ. είναι συνώνυμο του βλαστού, που χρησιμοποιείται περισσότερο στην περίπτωση των ποωδών φυτών. Λέγεται και καυλός. Πρόκειται για το όργανο στήριξης στα ανώτερα φυτά. Πάνω σ’ αυτόν βρίσκονται γενικά διάφορα όργανα και κυρίως τα… …   Dictionary of Greek

  • Κυριακίδης, Ρένος — (Κακοπετριά Κύπρου 1931 –). Κύπριος φυσικός και συγγραφέας. Σπούδασε στο φυσιογνωστικό τμήμα της φυσικομαθηματικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο ινστιτούτο παιδαγωγικών του πανεπιστημίου Σαουθάμπτον της Βρετανίας ως… …   Dictionary of Greek

  • Λεονάρντο ντα Βίντσι — (Leonardo da Vinci, Βίντσι Φλωρεντίας 1452 – Πύργος του Κλου, Αμπουάζ 1519). Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός, ανατόμος, φυσιολόγος, βοτανολόγος, φυσικός, φιλόσοφος, μουσικός και λογοτέχνης. Νόθος γιος του συμβολαιογράφου Σερ… …   Dictionary of Greek

  • φυτολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτολογία (βλ. λ.), που είναι της φυτολογίας, ο βοτανολογικός: Φυτολογικές μελέτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”